ἀσύλληπτος — not conceiving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύλληπτος — η, ο επίρρ. α 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να συλλάβει, ο άπιαστος: Οι ληστές παραμένουν ακόμη ασύλληπτοι. 2. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να καταλάβει κανείς, ο ακατανόητος: Η φιλοσοφική αυτή άποψη καταντά ασύλληπτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσύλληπτον — ἀσύλληπτος not conceiving masc/fem acc sg ἀσύλληπτος not conceiving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυλλήπτους — ἀσύλληπτος not conceiving masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύλληπτα — ἀσύλληπτος not conceiving neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύλληπτοι — ἀσύλληπτος not conceiving masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άληπτος — ἄληπτος, ον (Α) [λαμβάνω] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν νικήσει ή να τόν πιάσει, ακατάβλητος, ασύλληπτος 2. ακατάληπτος, ακατανόητος 3. (στη στωική φιλοσοφία) (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άληπτα τα απαράδεκτα, σε αντίθ. προς τα ληπτά … Dictionary of Greek
άπιαστος — η, ο (Μ ἄπιαστος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να πιαστεί, ο ασύλληπτος … Dictionary of Greek
αζώγρητος — η, ο (Α ἀζώγρητος, ον) [ζωγρῶ] αυτός που δεν πιάστηκε αιχμάλωτος, ασύλληπτος … Dictionary of Greek
αμήχανος — η, ο (Α ἀμήχανος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αμηχανία, που δεν ξέρει τί να κάνει αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μέσα ή πόρους, ανίσχυρος, αδύνατος 2. ανίκανος, ανεπιτήδειος 3. αυτός που δεν παρέχει πόρους και συνεκδοχικά ανώφελος, άχρηστος 4.… … Dictionary of Greek